- συμπεριπλοκή
- ἡ, Α [συμπεριπλέκομαι]η μεταξύ διαφόρων πραγμάτων πλοκή, σύνθεση («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπεριπλοκῇ — συμπεριπλοκή inter connexion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)